πηνίκα

πηνίκα
πηνίκα, interrog. Adv. correl. to τηνίκα and ἡνίκα,
A at what precise point of time? at what hour? Luc.Sol.5; π. μάλιστα; about what o'clock is it? Pl.Cri.43a, cf. Aeschin.1.9, Plu.Cat.Mi.13; πηνίκ' ἄττα; at about what hour? Ar.Av.1514; in full, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; ib.1498; π. τῆς νυκτός; Anon. ap. Suid.
2 in indirect questions,

ἐρωτᾷ π. δεῖπνόν ἐστι Men.367

.
II generally, for πότε; when? D.18.313, Philostr.VA4.25, Luc.Tim.4, etc.
2 in an indirect question,

φυλάττει πηνίκ' ἔσεσθε μεστοί D.18.308

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηνίκα — at what precise point of time? at what hour? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίκα — Α επίρρ. 1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.) 2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.) 3. φρ. «πηνίκ ἄττα;» κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.) 4. αντί τού πότε; («πηνίκα πεύσεται …   Dictionary of Greek

  • πηνίκ' — πηνίκα , πηνίκα at what precise point of time? at what hour? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπηνίκα — ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α) επίρρ. 1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.) 2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ) 3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.) 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”